Η τουρκική εισβολή και οι προσπάθειες της Εθνικής Φρουράς για αντιμετώπισή της

ef-sholi-grigorioy-1024x869

Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στις σελίδες 73-82 της ειδικής έκδοσης που κυκλοφόρησε την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020 με την εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος επ’ ευκαιρία των 65χρονων της εφημερίδας και των 60χρονων από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι μάχες του Ιουλίου 1974 στον πόλεμο της Κύπρου, όπως οι μάχες κάθε πολέμου, είναι πολύπλοκες στην επεξήγηση και ανάλυσή τους. Εμπλέκονται τακτικές και γεωμορφολογικά δεδομένα που απαιτούν ειδικές γνώσεις και εξειδικευμένους χάρτες για να καταστούν πλήρως κατανοητές. Στο παρόν κείμενο θα παρουσιαστούν περιληπτικά οι αποστολές και οι αντικειμενικοί σκοποί της κάθε πλευράς καθώς και οι κυριότερες επιχειρήσεις.  

Προκειμένου να οριστούν οι αποστολές και οι στόχοι του τουρκικού στρατού στον Α’ γύρο της εισβολής, δεν υπάρχουν σαφή αρχειακά δεδομένα. Επιπλέον, η προσφυγή στις διπλωματικές διεργασίες για να εξευρεθεί το όριο προσδοκώμενης προώθησης του τουρκικού στρατού είναι παρακινδυνευμένη. Καταφεύγουμε λοιπόν στην αναφορά του Βρετανού στρατιωτικού ακόλουθου στην Ύπατη Αρμοστεία στη Λευκωσία, Συνταγματάρχη Τζ. Στόκερ, η οποία είναι ενδεικτική της φιλοσοφίας του τουρκικού σχεδίου. Ο Στόκερ τον Μάρτιο του 1973 είχε ενημερώσει το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) ότι τα σχέδια της Τουρκίας προέβλεπαν κυρίως ρίψη αερομεταφερόμενων τμημάτων και αλεξιπτωτιστών στον θύλακα Λευκωσίας-Αγίρδας της τάξης των 12.000 ανδρών σε οκτώ ώρες το μέγιστο. Σε δεύτερη φάση προνοούσαν δημιουργία προγεφυρώματος στις βόρειες ακτές του νησιού στο οποίο θα μεταφέρονταν όπλα υποστηρίξεως και επιπλέον Μονάδες. Αντικειμενικός στόχος της τουρκικής ενέργειας θα ήταν, σύμφωνα με την αναφορά Στόκερ, η συνένωση του προγεφυρώματος με τον τουρκικό θύλακα Λευκωσίας και η αποκοπή της κύριας οδικής αρτηρίας Λευκωσίας-Αμμοχώστου. Η ακριβής γραμμή στην οποία θα σταματούσαν οι επιχειρήσεις ήταν ελαστική και καθοριζόταν σύμφωνα με την εξέλιξή τους. Πολιτικός σκοπός των επιχειρήσεων ήταν η πραγματοποίηση της διχοτόμησης (Φάκελος της Κύπρου, 2011, τ.1: 360).

Για την Εθνική Φρουρά (ΕΦ), υπήρχαν δύο σχέδια. Το Σχέδιο Αμύνης Κύπρου (ΣΑΚ) “Αφροδίτη” προέβλεπε την αντιμετώπιση της τουρκικής αεροναυτικής επιθετικής ενέργειας και ήταν προσανατολισμένο να αποκρούσει την κύρια προσπάθεια των Τούρκων στον κόλπο της Αμμοχώστου, χωρίς να λείπουν αναλυτικές πρόνοιες για αντιμετώπιση απόβασης στους κόλπους της Κερύνειας και της Μόρφου. Το δεύτερο ήταν το Σχέδιο Εσωτερικής Ασφάλειας (ΣΕΑ) “Ήφαιστος” το οποίο ενεργοποιείτο πριν ή μετά την επέμβαση της Τουρκίας και προέβλεπε εξουδετέρωση των ένοπλων τουρκοκυπριακών θυλάκων οι οποίοι αποτελούσαν μείζον πρόβλημα εσωτερικής ασφάλειας. Εξαιτίας της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στην Κύπρο από τον Δεκέμβριο του 1963, η ΕΦ ήταν αναγκασμένη να διεξαγάγει διμέτωπο αγώνα σε περίπτωση τουρκικής εισβολής και να διαθέσει το περίπου 80% των ενεργών μονάδων πεζικού σε αποστολές περίσχεσης και περίσφιγξης των τουρκικών θυλάκων. Παρ’ όλα αυτά, το ΣΑΚ “Αφροδίτη”, όριζε ότι η εξουδετέρωση της ένοπλης αντίστασης των τουρκικών θυλάκων, αν δεν προηγείτο της τουρκικής απόβασης, θα αναλαμβανόταν μετά την απόκρουση της απόβασης ή ταυτόχρονα, χωρίς όμως να αποτελεί την κύρια προσπάθεια των Ανωτέρων Τακτικών Διοικήσεων και των Τακτικών Συγκροτημάτων. 

Από άποψης αριθμών, οι δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων οργανωμένων στην ΤΜΤ εκτιμούνταν το μέγιστο στους 24.300 άνδρες, η ΤΟΥΡΔΥΚ αριθμούσε το μέγιστο 1.200 άνδρες ενώ η κύρια τουρκική αποβατική δύναμη, η 39 Μεραρχία Πεζικού που έδρευε στην Αλεξανδρέττα, αριθμούσε περίπου 12.000 άνδρες. Από την άλλη, η Εθνική Φρουρά αριθμούσε, με τις εφεδρείες, το μέγιστο 39.000 άνδρες και η ΕΛΔΥΚ ακόμη 1.200. Ο οπλισμός και τα υλικά της ΕΦ ήταν πεπαλαιωμένα, ενώ η Τουρκία διέθετε σύγχρονο ΝΑΤΟϊκό οπλισμό. 

Με τα πιο πάνω δεδομένα, καθίστατο προφανές ότι η Εθνική Φρουρά δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνη της την τουρκική ενέργεια. Για τον λόγο αυτό, στο ΣΑΚ “Αφροδίτη” προνοείτο η αποστολή από την Ελλάδα 18 αεροσκαφών Διώξεως-Βομβαρδισμού, 2 τορπιλακάτων και 1 υποβρυχίου για προσβολή και καταστροφή της αποβατικής δύναμης (Φάκελος της Κύπρου, 2011, τ.1: 184-188).

Παρά τις σοβαρές ενδείξεις που υπήρχαν από τις 17 Ιουλίου για επικείμενη τουρκική ενέργεια κατά της Κύπρου, η ηγεσία του ΓΕΕΦ υπό τον ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση δεν προέβη σε οποιεσδήποτε ουσιαστικές ενέργειες όπως γενική επιστράτευση, εφαρμογή του Σχεδίου Αμύνης, στρώση ναρκοπεδίων, διασπορά των Μονάδων και εγκατάστασή τους στις πιθανές ακτές απόβασης. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, κατά τις πρώτες ώρες της εισβολής η αδιανόητη αναποφασιστικότητα και η απροθυμία ανάληψης πρωτοβουλίας είχε τραγικά αποτελέσματα και προκάλεσε απώλεια προσωπικού και υλικού. Οι βομβαρδισμοί ξεκίνησαν γύρω στις 04:45 ενώ η επάνδρωση των θέσεων και η εφαρμογή του ΣΑΚ “Αφροδίτη” διατάχθηκαν στις 05:20! Η 190 Μοίρα Αντιαρματικού Πυροβολικού (ΜΑ/ΤΠ), της οποίας τα πυροβόλα θα επάνδρωναν επάκτιες θέσεις στον κόλπο της Κερύνειας για αντιμετώπιση της αποβατικής ενέργειας, εξήλθε του στρατοπέδου της στις 05:10 και υπό τους βομβαρδισμούς της εχθρικής αεροπορίας και τους κανονιοβολισμούς των πλοίων κατόρθωσε μόνο να εκτελέσει ελάχιστες βολές εναντίων των δυνάμεων απόβασης. Άλλο ενδεικτικό παράδειγμα της εγκληματικής αδράνειας που υπέδειξε η ηγεσία του ΓΕΕΦ είναι το γεγονός ότι η 195 Μοίρα Ελαφρού Αντιαεροπορικού Πυροβολικού (ΜΕΑ/ΑΠ), η Μοίρα που ήταν υπεύθυνη για την παροχή αντιαεροπορικής κάλυψης στις Μοίρες του Πυροβολικού και σε άλλες νευραλγικές θέσεις, το πρωί της 20ής Ιουλίου προσβλήθηκε από την εχθρική αεροπορία εντός του στρατοπέδου της. 

Στα πρώτα θύματα της τουρκικής εισβολής συγκαταλέγονται οι άνδρες της τορπιλάκατου Τ3 η οποία είχε διαταχθεί μαζί με την Τ1 να προσβάλουν με τις μικρού βεληνεκούς τορπίλες τους τα μεταγωγικά πλοία που έφεραν μεγαλύτερου βεληνεκούς όπλα και βρίσκονταν ήδη 10-12 μίλια από τις ακτές της Κερύνειας. Στις 05:23 η τορπιλάκατος Τ3 βλήθηκε από βλήμα πυροβόλου αντιτορπιλικού με αποτέλεσμα να φονευθεί ο κυβερνήτης της, υποπλοίαρχος Ελευθέριος Τσομάκης, και 8 μέλη του πληρώματος. Από τις πρώτες αεροπορικές προσβολές στην περιοχή Λευκωσίας σημειώθηκαν απώλειες και σοβαρές ζημιές σε υλικό Μονάδων πυροβολικού που έδρευαν στην περιοχή Αθαλάσσας. 

Η πρώτη προσπάθεια αντιμετώπισης του τουρκικού προγεφυρώματος στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας ξεκίνησε να πραγματοποιείται μετά την τουρκική αποβίβαση, γύρω στις 07:30, με την προώθηση δύο λόχων του 251 Τάγματος Πεζικού (ΤΠ) και 4 αρμάτων Τ-34. Η προσβολή των αποβιβασθέντων τμημάτων από τους λόχους του 251 ΤΠ και τα άρματα πραγματοποιήθηκε στις 10:00 με αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρές απώλειες στους Τούρκους, χωρίς όμως να διασπαστεί το δημιουργηθέν προγεφύρωμα. Παρόλα αυτά ανάγκασε τα αποβιβασθέντα τμήματα να μεταπέσουν σε αμυντική κατάσταση. Επίσης απέτρεψε, για τις επόμενες δύο μέρες, τη συνένωση του προγεφυρώματος με τον θύλακα Λευκωσίας δίνοντας χρόνο στην ΕΦ να επιχειρήσει προς διάσπασή του.

Μονάδες που διατάχθηκαν να ενισχύσουν τις προσπάθειες για απόκρουση της απόβασης, όπως το 281 ΤΠ και το 286 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού (ΜΤΠ), κινούμενες υπό το φως της μέρας, υπέστησαν σημαντικές ζημιές από τις προσβολές της τουρκικής αεροπορίας. Μεταξύ των άλλων θυμάτων που προκλήθηκαν ήταν και ο διοικητής του 286 ΜΤΠ, Συνταγματάρχης Γεώργιος Μπούτος. Απώλειες σε προσωπικό και υλικό λόγω αεροπορικών προσβολών είχε και η 181 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (ΜΠΠ) η οποία είχε διαταχθεί να ξεκινήσει από την έδρα της στο Τρίκωμο Αμμοχώστου για να ταχθεί στη διάβαση της Αχεντρούσας (Σιχαρί-Μπέλαπαϊς), στην επαρχία Κερύνειας. 

Στο μεταξύ, στον θύλακα Λευκωσίας-Αγίρδας ρίπτονταν Τούρκοι αλεξιπτωτιστές και αποβιβάζονταν με ελικόπτερα ειδικές δυνάμεις και υλικό. Όπως έχει προαναφερθεί, το ΣΕΑ “Ήφαιστος” αφορούσε αντιμετώπιση των στρατιωτικά οργανωμένων τουρκικών θυλάκων. Κατά παράβαση των προνοιών του ΣΑΚ “Αφροδίτη” που όριζε ως κύρια προσπάθεια την αντιμετώπιση της αποβατικής ενέργειας, το ΓΕΕΦ διέθεσε σημαντικές δυνάμεις στην εξουδετέρωση των θυλάκων.  Κρίθηκε ορθό να τεθεί ως προτεραιότητα η διάσπαση του μεγάλου και ισχυρού τουρκικού θύλακα που ξεκινούσε από τη Λευκωσία, ήλεγχε τον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Κερύνειας και τις πέριξ κορυφές του Πενταδακτύλου και έφθανε μέχρι βόρεια της οροσειράς στο χωριό Τέμπλος, σε απόσταση 5 περίπου χιλιομέτρων από την ακτή της απόβασης. 

Έτσι, γύρω στις 09:30 το 2ο Τάγμα της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) έλαβε διαταγή για επίθεση κατά του Κιόνελι. Η προέλαση της ΕΛΔΥΚ στα πρώτα 1.000 μέτρα ήταν αστραπιαία. Όμως τα ισχυρά οχυρωματικά έργα, η ενίσχυση του χωριού με τους άνδρες της Τουρκικής Δύναμης Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ) και τις δυνάμεις που είχαν ριφθεί από το πρωί, καθώς και η απουσία σωστής προετοιμασίας και συντονισμού της επιθετικής ενέργειας ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στη μη επίτευξη του σκοπού της πρωινής επίθεσης εναντίον του θύλακα.  

Οι επιχειρήσεις στους υπόλοιπους θύλακες είχαν, ως επί το πλείστον, θετική κατάληξη για την Εθνική Φρουρά. Στις επιχειρήσεις εναντίον του θύλακα των Καζιβερών σκοτώθηκε ο Διοικητής του 321 Τάγματος Επιστράτευσης (ΤΕ), Αντισυνταγματάρχης Χρίστος Φώτη, ενώ ο Διοικητής του 341 ΤΕ, Ταγματάρχης Ανδρέας Μουζάκης, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των μαχών εναντίον του τουρκικού θύλακα Αμμοχώστου.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Ιουλίου παραδόθηκε και ο ισχυρός θύλακας της Πάφου. Καθοριστικής σημασίας στην κατάληψη του θύλακα ήταν οι βολές του αρματαγωγού “Λέσβος” με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Ελευθέριο Χανδρινό. Το “Λέσβος” μετέφερε 450 άνδρες της ΕΛΔΥΚ οι οποίοι είχαν επιβιβαστεί από το λιμάνι της Αμμοχώστου την προηγούμενη μέρα και επέστρεφαν στην Ελλάδα. Ο Ε. Χανδρινός αποβίβασε τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ στην Πάφο στις 17:00 και ικανοποίησε αίτημα της V ΑΤΔ για πυρά υποστήριξης της ενέργειας του 356 ΤΠ εναντίον του τουρκικού θύλακα της πόλης. 

Το βράδυ εξέλιπε το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για τους Τούρκους -η ανεμπόδιστη δράση της αεροπορίας- και έτσι διαφοροποιήθηκαν τα δεδομένα. Ήδη από το απόγευμα της 20ής Ιουλίου “είχε αρχίσει το 12ωρο που θα έκρινε την τύχη της αποβάσεως στην Κύπρο”, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ (Μπιράντ, 1984: 153). Το ΓΕΕΦ, μετά την εγκληματική απραξία των ωρών προ της εισβολής και αφού η τουρκική αεροπορία είχε επιφέρει πλήγματα στις μονάδες της ΕΦ και στο ηθικό των ανδρών τους, επιχειρούσε να ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση.

Ως κύρια προσπάθεια της βραδινής επίθεσης της Εθνικής Φρουράς, και πάλι κατά παράβαση των προνοιών του ΣΑΚ “Αφροδίτη”, τέθηκε η διάσπαση του ισχυρότερου τουρκικού θύλακα, του θύλακα Λευκωσίας, η κατάληψη της διάβασης Αγίρδας και δευτερευόντως η εξουδετέρωση του προγεφυρώματος στην ακτή Πέντε Μίλι. Ενδεχομένως να κρίθηκε από το ΓΕΕΦ ότι οι ισχυρές δυνάμεις αλεξιπτωτιστών που είχαν ριφθεί την ημέρα της 20ής Ιουλίου στον θύλακα, μαζί με τις δυνάμεις της ΤΟΥΡΔΥΚ και των ένοπλων Τουρκοκυπρίων, αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της πρωτεύουσας.

Στις 18:30 ξεκίνησε την ενέργειά της η ΕΛΔΥΚ. Τέσσερις μονάδες Πυροβολικού υποστήριζαν την επίθεση. Οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ, ανέτρεψαν τα πρώτα φυλάκια των Τούρκων και έφθασαν στη γραμμή περιμετρικής άμυνας του Κιόνελι. Τα άρματα που κινούνταν με την ΕΛΔΥΚ παρουσίασαν μηχανικές βλάβες ή δεν κατόρθωσαν να υπερβούν το ρέμα προ του Κιόνελι. Έτσι, τα δύο Τάγματα της ΕΛΔΥΚ καθηλώθηκαν και ανέμεναν την εκδήλωση της επίθεσης των μονάδων της Εθνικής Φρουράς εναντίον του Κιόνελι, κάτι που θα ανάγκαζε τους αμυνόμενους Τούρκους να διαθέσουν δυνάμεις αλλού, κάτι που ενδεχομένως να δημιουργούσε ρήγματα στην άμυνα. 

Από τα δυτικά, καμιά επιχείρηση του 11ου Τακτικού Συγκροτήματος (ΤΣ) δεν πραγματοποιήθηκε. Από ανατολικά το 399 ΤΠ εκτόξευσε την επίθεσή του πολύ πιο αργά από την ΕΛΔΥΚ, γύρω στις 23:00 αλλά καθηλώθηκε από την αντίσταση των αλεξιπτωτιστών που είχαν οργανώσει ισχυρές θέσεις. Στην ίδια περιοχή, λόχος του 361 ΤΠ κατάφερε να προωθηθεί και να καταλάβει το ύψωμα “Σιαμπάν”.

Στην προσπάθεια κατάληψης της διάβασης Αγίρδας και των υψωμάτων που δέσποζαν, η 31 Μοίρα Καταδρομών (ΜΚ) αιφνιδίασε τον αντίπαλο, επέφερε απώλειες και κατάφερε να καταλάβει το οχυρό ύψωμα Κοτζιάκαγια στα δυτικά του δρόμου Λευκωσίας-Κερύνειας. Η 32 ΜΚ παρά τη σφοδρότητα της επίθεσής της δεν κατόρθωσε να εκπορθήσει το ύψωμα Άσπρη Μούττη στα ανατολικά του δρόμου Λευκωσίας-Κερύνειας. Η 33 ΜΚ κατέλαβε το ύψωμα Πετρομούθια και προωθήθηκε δυτικότερα, στο ύψωμα Γκαμήλα, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το Κοτζιάκαγια όπου βρισκόταν η 31 ΜΚ και σε μικρή απόσταση από το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα όπου βρίσκονταν οχυρωμένες ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Η 34 ΜΚ επιτέθηκε στους πρόποδες του Πενταδακτύλου παράλληλα με την 32 ΜΚ. Παρά τις αρχικές επιτυχίες, η προέλασή της ανακόπηκε προ των ισχυρών προφυλακών της Αγίρδας. 

Στην περιοχή του προγεφυρώματος, όπου σύμφωνα με το ΣΑΚ “Αφροδίτη” έπρεπε να εκδηλωνόταν η κύρια προσπάθεια της ΕΦ, είχε δημιουργηθεί συγκρότημα που αποτελείτο από το 281 ΤΠ (-), το 286 ΜΤΠ (-) και διλοχία 316 ΤΕ. Το συγκρότημα θα δρούσε δυτικά του προγεφυρώματος σε συνδυασμό με την επίθεση από νότια του “Τάγματος Πανταζή” και με την ενέργεια από ανατολικά του 331 ΤΕ και του 306 ΤΕ. Η επίθεση εκ δυσμών εκδηλώθηκε πολύ αργά, στις 02:30, και επετεύχθη προώθηση περίπου 500 μέτρων, οπότε τα τμήματα του 286 ΜΤΠ ήλθαν σε επαφή με τις αμυντικές θέσεις που είχαν οργανώσει οι αποβατικές δυνάμεις. Επιθετική κίνηση λόχου του 251 ΤΠ από ανατολικά που ξεκίνησε να πραγματοποιείται στις 03:30 δεν είχε αποτέλεσμα. Πλην των ανωτέρω υποτυπωδών ενεργειών ουδεμία άλλη νυχτερινή ενέργεια πραγματοποιήθηκε στην περιοχή. Έτσι, με ετεροχρονισμένες και ασυντόνιστες ενέργειες εκδηλώθηκε η αντεπίθεση του ΓΕΕΦ εναντίον του προγεφυρώματος που σχεδιαζόταν για 10 χρόνια…

Οι επικεφαλής του ΓΕΕΦ γνώριζαν ότι με το πρώτο φως η τουρκική αεροπορία θα επανήρχιζε το φονικό της έργο. Ως εκ τούτου η ΕΛΔΥΚ, το 399 ΤΠ, ο λόχος του 361, η 32 ΜΚ και η 34 ΜΚ διατάχθηκαν, λίγο πριν το πρώτο φως της 21ης Ιουλίου, να επιστρέψουν στις αρχικές τους θέσεις. Στις 08:00 διατάχθηκε να συμπτυχθεί η 31 ΜΚ. Λίγο αργότερα, πήρε διαταγή σύμπτυξης και η 33 ΜΚ αφού δέχθηκε επίθεση από το ύψωμα Άγιος Ιλαρίωνας με αποτέλεσμα να φονευθεί ο διοικητής της, Ταγματάρχης Γεώργιος Κατσάνης.  

Με το πέρας των βραδινών επιχειρήσεων ούτε ο θύλακας διασπάστηκε ούτε το προγεφύρωμα κατέστη δυνατό να εξουδετερωθεί. Οι πιο κρίσιμες ώρες για την άμυνα της Κύπρου διέρρευσαν χωρίς η ΕΦ να μπορέσει να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα. 

Τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου η τουρκική αεροπορία συνέχισε το καταστροφικό της έργο. Έχει προαναφερθεί ότι το αρματαγωγό Λέσβος είχε αποβιβάσει στην Πάφο την 103 σειρά της ΕΛΔΥΚ που κατευθυνόταν στην Ελλάδα και είχε κανονιοβολήσει την τουρκική συνοικία συμβάλλοντας στην εκπόρθησή της. Ακολούθως το “Λέσβος” κινήθηκε νότια για να αποφύγει τουρκικές περιπολίες μεταξύ Ρόδου και Κύπρου. Την περιοχή διέπλεαν διάσπαρτα εμπορικά πλοία που συνέστησαν νηοπομπή για την ασφάλειά τους. Τουρκικό αναγνωριστικό αεροσκάφος τα είδε και έχοντας υπόψη τη δράση του “Λέσβος” ενημέρωσε το τουρκικό γενικό επιτελείο για ύπαρξη υποτιθέμενης ελληνικής νηοπομπής. Η υπόθεση έλαβε αυτόματα  απίθανες διαστάσεις στο τουρκικό επιτελείο. Τρία πολεμικά σκάφη διατάχθηκαν να σταματήσουν τους βομβαρδισμούς από τα ανοικτά της Κερύνειας και να κατευθυνθούν βορειοδυτικά της Πάφου με σκοπό να βυθίσουν την “ελληνική νηοπομπή”. Ως ενίσχυση οι Τούρκοι αποφάσισαν να στείλουν και δύο πολεμικά σμήνη στην περιοχή. Αποτέλεσμα ήταν να συμπλακούν στις 15:05 μεταξύ τους τα τουρκικά αεροσκάφη με τα τουρκικά αντιτορπιλικά, να σκοτωθούν 54 Τούρκοι και να καταστραφεί το αντιτορπιλικό Κοτσάτεπε. 

Στις 21 Ιουλίου, η ΕΦ δεν άσκησε κάποια σοβαρή πίεση ούτε στον θύλακα ούτε στο προγεφύρωμα, ενώ οι Τούρκοι προωθήθηκαν ανατολικά επί του Πενταδακτύλου και κατάφεραν να καταλάβουν την έδρα του 2ου Λόχου του 361 ΤΠ επί της Αλωνάγρας. Στο δυτικό μέτωπο το 231 ΤΠ από το ύψωμα Καλαπάκι κατάφερε να εισχωρήσει ακόμα περισσότερο στον θύλακα και να καταλάβει το χωριό Πυλέρι. Τέλος, οι Τούρκοι κατάφεραν να επεκτείνουν ελαφρώς το προγεφύρωμα ανατολικά και νότια.

Κατόπιν της απόφασης που είχε ληφθεί από το απόγευμα στην Αθήνα, στις 22:40 της 21ης Ιουλίου, απογειώθηκαν από το αεροδρόμιο της Σούδας, με χρονική απόσταση 5 λεπτών και χρονικό περιορισμό τα μεσάνυκτα, 15 μεταγωγικά αεροσκάφη στα οποία επέβαινε η Α’ Μοίρα Καταδρομών. Αποστολή της Μοίρας ήταν “ο επί 24ωρον αγών της Μοίρας εν τη Νήσω Κύπρω προς υποβοήθησιν της προσπάθειας του ΓΕΕΦ προς απόκρουσιν του εισβολέως” (Πολεμικό Ημερολόγιο 35 ΜΚ). Πετώντας σε χαμηλό ύψος και με σβησμένα φώτα, η πτήση διήρκεσε περίπου τρεις ώρες. Η ενημέρωση του ΑΕΔ στο ΓΕΕΦ για την αποστολή της Μοίρας έγινε στις 00:30. Το ΓΕΕΦ εξέδωσε τη σχετική διαταγή για δέσμευση των αντιαεροπορικών όπλων στην περιοχή του αεροδρομίου στη 01:30. Η διαταγή δεν έφτασε έγκαιρα σε όλες τις μονάδες πέριξ του αεροδρομίου. Στη 01:52 προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο το “Νίκη 2” και στη 01:55 το “Νίκη 1”. Η προσγείωση αεροσκαφών έθεσε σε κινητοποίηση τα αντιαεροπορικά στοιχεία πέριξ του αεροδρομίου τα οποία μη έχοντας ενημέρωση περί της άφιξης φίλιων αεροσκαφών ξεκίνησαν να βάλλουν. Από τα πυρά καταρρίφθηκε το “Νίκη 4” από το οποίο επέζησε μόνο ο καταδρομέας Αθανάσιος Ζαφειρίου. Ζημιές προκλήθηκαν και σε άλλα αεροσκάφη. Αποτέλεσμα της ασυνεννοησίας ήταν να χάσουν τη ζωή τους 4 αεροπόροι και 29 καταδρομείς. Ένδεκα αεροσκάφη που μπορούσαν να απογειωθούν επέστρεψαν στην Ελλάδα ενώ τα άλλα καταστράφηκαν για να μη γίνει αντιληπτή η ελληνική βοήθεια στην Κύπρο. Η 35 Μοίρα Καταδρομών που συγκροτήθηκε από τους καταδρομείς της Α’ Μοίρας καταδρομών συνέδραμε τις προσπάθειες της ΕΦ και απέτρεψε την κατάληψη του αεροδρομίου Λευκωσίας.  

Τις πρωινές ώρες της 22ας Ιουλίου περί τις 07:00-08:00 κατέφθασε στις ακτές της Κερύνειας το δεύτερο τουρκικό αποβατικό κύμα με σημαντικές ενισχύσεις. Οι Τούρκοι γνώριζαν ότι το απόγευμα εκείνης της μέρας θα κηρυσσόταν εκεχειρία και προσπάθησαν να καταλάβουν την Κερύνεια και να συνενώσουν το προγεφύρωμα με τον θύλακα Λευκωσίας-Αγίρδας. Προς επίτευξη του στόχου τους έδρασαν γρήγορα και με όλες τους τις δυνάμεις έχοντας θέσει ως προτεραιότητα της ενέργειάς τους την κατάληψη της Κερύνειας. Συνέχισαν επίσης να κινούνται ανατολικότερα επί του Πενταδακτύλου. Η ανακοπή της τουρκικής προώθησης επί του Πενταδακτύλου ανατέθηκε σε διλοχία του 399 ΤΠ και στην 32 ΜΚ. Κατόπιν μαχών εκ του συστάδην σκοτώθηκε ο Υπολοχαγός του 399 ΤΠ, Γεώργιος Παπαλαμπρίδης.

Κατά την απεγνωσμένη προσπάθεια αποτροπής της επέκτασης του προγεφυρώματος προς την Κερύνεια, που ανατέθηκε στην 33 ΜΚ και τα εναπομείναντα τμήματα του 251 ΤΠ, χάθηκαν, και αγνοούνται μέχρι σήμερα αρκετοί στρατιώτες καθώς και ο διοικητής του 251 ΤΠ, Αντισυνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης και ο Λοχαγός της 33 ΜΚ Νικόλαος Κατούντας.  Η άμυνα της Κερύνειας έναντι των ισχυρών τουρκικών δυνάμεων ανατέθηκε στο 241 ΤΠ και στο 306 ΤΕ. Παρά την αντίσταση των ανδρών της ΕΦ, οι Τούρκοι εισήλθαν λίγο μετά το μεσημέρι στην πόλη του Πράξανδρου διαπράττοντας λεηλασίες και εν ψυχρώ δολοφονίες. 

Ο δρόμος πλέον ήταν ανοικτός για την προέλαση προς νότο και τη συνένωση του διευρυμένου πλέον προγεφυρώματος με τον θύλακα Λευκωσίας-Αγίρδας. Όντως, στις 16:00, ώρα κήρυξης της εκεχειρίας, οι Τούρκοι πέτυχαν τον πρώτο και σημαντικότερο στόχο τους. Πλέον οι κατεχόμενες περιοχές ξεκινούσαν από το κέντρο της Λευκωσίας και έφθαναν μέχρι την Κερύνεια. Πλέον μπορούσαν να μεταφέρουν ανενόχλητοι ενισχύσεις. 

Το γεγονός της εκεχειρίας φάνηκε μόνο από την απουσία της τουρκικής αεροπορίας. Ο τουρκικός στρατός προχωρούσε εκμεταλλευόμενος την υπεροπλία του και την απουσία των εύστοχων βολών του Πυροβολικού της ΕΦ που είχε παύσει τη δράση του λόγω της εκεχειρίας. Κατέλαβε τα προάστια της Λευκωσίας Νεάπολη, Τράχωνας και Ομορφίτα ενώ οι πολεμιστές του 211 ΤΠ απέτρεψαν περαιτέρω προώθηση εντός της Λευκωσίας.  Στο ανατολικό μέτωπο οι Τούρκοι, εξορμώντας από τον θύλακα, κινήθηκαν με άρματα και πεζικό ανατολικά και κατέλαβαν το χωριό Δίκωμο. Στο δυτικό μέτωπο, διεξάγονταν μάχες εναλλασσόμενων φάσεων για την κατάληψη της κορυφής “Αετοφωλιά” που δέσποζε του χωριού Πυλέρι από λόχους του 231 ΤΠ και της 31 ΜΚ. Μετά τις 16:00 και μετά από τουρκική επίθεση, το 231 ΤΠ υποχώρησε από το Πυλέρι και το ύψωμα Καλαπάκι. Στο νοτιοδυτικό μέτωπο, το βράδυ της 22ας Ιουλίου οι τουρκικές δυνάμεις επιχείρησαν να καταλάβουν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, όμως αποκρούστηκαν από τους άνδρες της ελληνικής Δύναμης. 

Στις 23 Ιουλίου, οι Τούρκοι επιχείρησαν περαιτέρω προώθηση προς τα ανατολικά και κατέλαβαν την έδρα του 361 ΤΠ στο χωριό Σιχαρί. Βορειοδυτικά του χωριού εγκλωβίστηκαν και καταστράφηκαν, καταγράφοντας απώλειες σε προσωπικό και υλικό, η 181 ΜΠΠ και η 191 Πυροβολαρχία Ορεινού Πυροβολικού (ΠΟΠ). Οι συνεχείς εκκλήσεις των διοικητών τους για να τους δοθεί άδεια να κινηθούν σε ασφαλέστερες τοποθεσίες δεν έβρισκαν ανταπόκριση από το ΓΕΕΦ. Κατά τις προσπάθειες για διάσωση του προσωπικού και του υλικού των Μονάδων, ο διοικητής της 181 ΜΠΠ, Αντισυνταγματάρχης Στυλιανός Καλμπουρτζής, χάθηκε και έκτοτε αγνοείται.    

Την επόμενη μέρα, 24 Ιουλίου, τη μέρα που στην Αθήνα οι στρατιωτικοί παρέδιδαν την εξουσία στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, οι Τούρκοι συνέχιζαν την προέλασή τους ανατολικά. Σκοπός τους ήταν η κατάληψη της κωμόπολης της Κυθρέας. Μια ολιγομελής ομάδα του 361 ΤΠ συνεπλάκη στην περιοχή του χωριού Κουτσοβέντης με περίπου 100 Τούρκους καταδρομείς. Παρά τις απώλειές της, η ομάδα του 361 ΤΠ κατάφερε να συγκρατήσει την τουρκική προέλαση και να σταματήσει την προς ανατολάς επέκταση των Τούρκων, στη νότια πλευρά του Πενταδακτύλου, μέχρι τις 14 Αυγούστου. Στα βόρεια του Πενταδακτύλου, όπου αμυνόταν το 241 ΤΠ, οι Τούρκοι κατάφεραν στις 28 Ιουλίου να διευρύνουν τις κατεχόμενες θέσεις τους ανατολικότερα καταλαμβάνοντας τον Άγιο Επίκτητο και σταθεροποιήθηκαν εκεί.

Στο δυτικό μέτωπο κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό Άγιος Ερμόλαος στο οποίο αμυνόταν το 301 ΤΕ, το χωριό Σύσκληπος και τη διάβαση του Αγίου Παύλου. Το χωριό Άγιος Ερμόλαος ανακαταλήφθηκε την επομένη από το 301 ΤΕ για να χαθεί οριστικά στις 26 Ιουλίου. 

Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατούσε στην ΕΦ τις τελευταίες μέρες του Ιουλίου και της δυνατότητάς της να αποτρέψει πιθανή τουρκική ενέργεια είναι το άκρως απόρρητο και αστραπιαίο σήμα που έστειλε στις 28 Ιουλίου στις 18:30 ο Ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης, επικεφαλής του ΓΕΕΦ, προς τον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ) στην Αθήνα, Στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο: “Αναφέρεται ότι μαχητική ικανότης μονάδων Εθνικής Φρουράς σήμερον παρουσιάζεται ως κάτωθι: Πεζικόν: Ηθικόν καταπεπτωκώς, μαχητική αξία μηδαμινή. ΤΘ καταβάλλεται προσπάθεια αξιοποιήσεως δύο ουλαμών. Πυρ/κον και Καταδρομές εις αξιόμαχον κατάστασιν. Αποθέματα εις κρίσιμον σημείον. Γενική εντύπωσις η κατάστασις κρίσιμος και δέον επιδιωχθή άμεσος και ουσιαστική κατάπαυσις του πυρός προς αποφυγήν ολοσχερούς διαλύσεως μονάδων εθνικής φρουράς” (Α/ΓΕΕΦ προς ΑΕΔ/3ον ΕΓ, 28 Ιουλίου 1974, ώρα 1830).

Τον Αύγουστο οι Τούρκοι συνέχισαν την προέλαση. Στις 30 Ιουλίου είχε εκδοθεί διαταγή για προώθηση δυτικότερα και κατάληψη των κωμοπόλεων Λαπήθου-Καραβά. Έτσι, την 1η Αυγούστου επιτέθηκαν και κατέλαβαν το ύψωμα Κυπαρισσόβουνος επί του Πενταδακτύλου που δέσποζε των κωμοπόλεων. Το βράδυ της 1ης Αυγούστου λόχος της 31 ΜΚ ανακατέλαβε το ύψωμα. Ο λόχος αμύνθηκε εκεί μέχρι το μεσημέρι προκαλώντας απώλειες στους Τούρκους, οπότε κατόπιν ισχυρής πίεσης, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει. Οι Τούρκοι επιχείρησαν με άρματα να κινηθούν δυτικότερα και να καταλάβουν και το ύψωμα Κόρνος. Προσέκρουσαν σε αντιαρματική νάρκη και βλήθηκαν από Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως (ΠΑΟ) με αποτέλεσμα να περάσουν στα χέρια της ΕΦ δύο τουρκικά άρματα Μ47 και δύο τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, Μ113. Οι Τούρκοι υποχώρησαν στο ύψωμα Κυπαρισσόβουνος, αλλά εξακολουθούσαν να κατέχουν τα υψώματα που δέσποζαν της Λαπήθου και του Καραβά. Στις 6 Αυγούστου έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους και κινήθηκαν στην πεδινή-παραλιακή περιοχή με ισχυρές δυνάμεις. Μετά από αιματηρές μάχες κατέλαβαν τις κωμοπόλεις Λαπήθου και Καραβά. Εκείνη τη μέρα ο Υποστράτηγος Ευθύμιος Καραγιάννης θα αναλάμβανε επικεφαλής της Εθνικής Φρουράς υπό δυσμενέστατες συνθήκες.

tourkiko_M47-kypros-1974-1200x900

Τις παραμονές του Β’ γύρου της τουρκικής εισβολής, η τακτική κατάσταση και τα δεδομένα επί του εδάφους ήταν καταθλιπτικά για την ελληνική πλευρά. Μέχρι τις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι είχαν ενισχυθεί με άρματα μάχης, πυροβόλα και άλλο βαρύ οπλισμό. Επίσης ο αριθμός των Τούρκων στρατιωτών στην Κύπρο ανήλθε γύρω στις 40.000 ενώ διατηρούνταν οι περίπου 1.200 άνδρες της ΤΟΥΡΔΥΚ και οι περίπου 15.000 Τουρκοκύπριοι της ΤΜΤ. Η ΕΦ αριθμούσε γύρω στις 24.300 που επιτηρούσαν ένα μέτωπο περίπου 60 χιλιομέτρων, ανεπαρκώς οχυρωμένο. Η αδυναμία της Ελλάδας να παράσχει ουσιαστική βοήθεια και η  αδυναμία της Εθνικής Φρουράς να ανανεώσει το προσωπικό και το υλικό της επέβαλλαν την προσαρμογή των σχεδίων. Γι’ αυτό τον λόγο, στις 13 Αυγούστου, σε σύσκεψη του υπουργού Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελου Αβέρωφ, με τους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων είχε συμφωνηθεί ότι η αποστολή πλέον της ΕΦ και “η μόνη δυνατή λύσις εν περιπτώσει μαζικής τουρκικής επιθέσεως ήτο η υποχωρητική κίνησις με διατήρησιν της επαφής” (Φάκελος της Κύπρου, 2011, τ.1: 119-120). Σύμφωνα λοιπόν με τη συγκεκριμένη απόφαση, η αποστολή που είχε λάβει το ΓΕΕΦ από την Αθήνα δεν ήταν να διατηρήσει τις κατεχόμενες θέσεις, ούτε καν για την τιμή των όπλων, αλλά να υποχωρήσει “με διατήρηση της επαφής με τον εχθρό”. Επ’ αυτής της αποστολής, το ΓΕΕΦ χάραξε το πρόσθιο όριο τελικής τοποθεσίας αμύνης με τρόπο ώστε άφηνε το 40% περίπου της Κύπρου στα χέρια των τουρκικών στρατευμάτων. Συγκεκριμένα, η γραμμή στην οποία έκρινε το ΓΕΕΦ ότι θα μπορούσε να αμυνθεί χονδρικά ξεκινούσε από τον Κάτω Πύργο-Ελιά-Μάμμαρι-Στρατόπεδο ΕΛΔΥΚ-Άγιος Παύλος-Λήδρα Πάλας-Παλουριώτισσα-Αγλαντζιά-Πυρόι-Αθηένου-Τρούλλοι (Σέργης, 1999: 574).

Το σχέδιο της Β’ φάσης της επιχείρησης “Αττίλας” προνοούσε ως πρώτο αντικειμενικό σκοπό την προώθηση στη Μεσορία και τη συνένωση με τον τουρκοκυπριακό θύλακα Αμμοχώστου. Δεύτερος σκοπός ήταν η προς δυσμάς εξόρμηση και η συνένωση των κατεχόμενων περιοχών με τον θύλακα του Λιμνίτη. Ταυτόχρονα με τις δύο φάσεις, θα επιχειρείτο προώθηση και εντός της Λευκωσίας, κατάληψη του αεροδρομίου και αποκοπή του δρόμου Λευκωσίας-Μόρφου. Με την επίτευξη των σκοπών τους, οι Τούρκοι θα προωθούνταν μέχρι του σημείου όπου θα συναντούσαν αντίσταση από την Εθνική Φρουρά. Με αυτά τα δεδομένα, στις 14 Αυγούστου, ξεκίνησε ο Β’ γύρος της τουρκικής εισβολής, μετά και την κατάρρευση των συνομιλιών στη Γενεύη την προηγούμενη μέρα.

Στις 04.45 της 14ης Αυγούστου εξαπολύθηκε μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά των θέσεων της Εθνικής Φρουράς.  Η κύρια προσπάθεια των Τούρκων, όπως προνοούσε το σχέδιο, εστιάστηκε στο ανατολικό μέτωπο, στη λεγόμενη γραμμή της Μιας Μηλιάς στα νότια του Πενταδακτύλου και δευτερευόντως στη “γραμμή Κλεπίνης-Παχυάμμου” στα βόρεια. Η τουρκική αεροπορία και οι τουρκικοί όλμοι προσέβαλαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις θέσεις της Εθνικής Φρουράς στη Μια Μηλιά. Η εμφάνιση των αρμάτων και του πλήθους των Τούρκων στρατιωτών οδήγησε στην κατάρρευση του μετώπου. Προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία δεύτερης γραμμής άμυνας από τις δυνάμεις τις Εθνικής Φρουράς, οι Τούρκοι προωθήθηκαν ταχύτατα. Ξεχύθηκαν στην πεδιάδα της Μεσαορίας με κατεύθυνση την Αμμόχωστο. Πλέον το μέτωπο είχε διευρυνθεί και η ΕΦ δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί αποτελεσματικά. Γύρω στις 11:00 το ΓΕΕΦ, προκειμένου να μην αποκοπούν στα βόρεια του Πενταδακτύλου οι μονάδες της γραμμής Κλεπίνης-Παχυάμμου. διέταξε τη σύμπτυξη στη γραμμή Λευκωσία–Λάρνακα. Μέχρι το βράδυ, οι Τούρκοι είχαν εκπληρώσει την πρώτη αποστολή τους, που ήταν η προώθηση στη γραμμή Τύμπου-Βατυλή-Τζιάος. Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μετώπου, η Εθνική Φρουρά αναδιέταξε τις δυνάμεις της με τρόπο που έδειχνε ότι θα αμυνόταν στη γραμμή Αμμόχωστος-Πυρόι-Αγλαντζιά. 

Στις 15 Αυγούστου οι Τούρκοι συνέχισαν την προέλαση προς την Αμμόχωστο χωρίς ουσιαστική αντίσταση. Η Ι Ανωτέρα Τακτική Διοίκηση (ΑΤΔ) η οποία ήταν επιφορτισμένη με την άμυνα της Αμμοχώστου, λόγω της προέλασης των Τούρκων, κατόπιν διαταγής από το ΓΕΕΦ, γύρω στις 14:00 εγκατέλειψε την πόλη και μετακινήθηκε στο Φρέναρος. Τα τελευταία τμήματα της Εθνικής Φρουράς αποχώρησαν από την Αμμόχωστο στις 17:00. Μέχρι τα μεσάνυχτα η Ανωτέρα και οι Μονάδες της βρέθηκαν δυτικά της Λάρνακας, στην περιοχή Αγγλισίδων. Στις  17.30 το πρώτο τουρκικό τμήμα εισήλθε στην παλιά πόλη της Αμμοχώστου όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι Τουρκοκύπριοι. Η νέα πόλη της Αμμοχώστου (Βαρώσι) καταλήφθηκε στις 17 Αυγούστου, όταν οι Τούρκοι διαπίστωσαν ότι η πόλη ήταν ανυπεράσπιστη και έρημη. 

Πλέον δεν υπήρχαν οργανωμένα ελληνικά στρατεύματα στη Μεσαορία και στη χερσόνησο της Καρπασίας και ως εκ τούτου δεν υπήρχε σοβαρή απειλή σε τακτικό επίπεδο για τους Τούρκους. Ήδη οι Τουρκοκύπριοι είχαν ξεκινήσει τις λεηλασίες, τις εκτελέσεις, τις βιαιότητες και τον εκφοβισμό όσων Ελλήνων παρέμειναν στα χωριά τους. Η εκκαθάριση και η κατάληψη της μεγάλης εκείνης έκτασης διενεργήθηκαν τις επόμενες εβδομάδες. Πλέον, με την κατάληψη της περιοχής της Αμμοχώστου, η ΕΦ αμυνόταν στη γραμμή Αγγλικές Βάσεις-Τρούλλοι-Αβδελλερό-Αθηένου-Πυρόι. 

Μετά την ευνοϊκή για τους Τούρκους κατάληξη των επιχειρήσεων στο ανατολικό μέτωπο, ξεκίνησαν και οι επιχειρήσεις στο δυτικό μέτωπο όπου, όπως έχει προαναφερθεί, σκοπός ήταν η κατάληψη της περιοχής Μόρφου και η επέκταση της κατοχής μέχρι την περιοχή του θύλακα Λεύκας-Λιμνίτη. 

Από τις πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου η τουρκική αεροπορία και το πυροβολικό προπαρασκεύασαν το έδαφος για την επίθεση στο δυτικό μέτωπο. Στις 13.30 προέλασε μία ίλη 13 τουρκικών αρμάτων Μ 47 μαζί με Τάγματα αλεξιπτωτιστών και καταδρομών. Αυτά συγκρούστηκαν στην περιοχή της Σκυλλούρας με τα καταληφθέντα από τους Έλληνες Μ 47 και Μ 113 σε μια μοναδική αρματομαχία στην οποία λάμβαναν μέρος μόνο “τουρκικά” άρματα. Με την άριστη χρήση του Μ47 μαζί με τα εύστοχα πυρά της Γ’ Πυροβολαρχίας της 183 ΜΠΠ έγινε κατορθωτό να καταστραφούν 6 τουρκικά άρματα και να προκληθούν απώλειες (Πέτρου, 2014: 97-100). Τη στιγμή που στο ανατολικό μέτωπο οι Τούρκοι βρίσκονταν στα πρόθυρα της Αμμοχώστου, ξεκίνησε και η προέλαση προς τη Μόρφου. Στις 15 Αυγούστου οι Τούρκοι διέκοψαν την προέλαση στη γραμμή Μύρτου-Γερόλακκος για να συνεχίσουν την επόμενη μέρα, 16 Αυγούστου. Το ΓΕΕΦ, ανήμπορο να αντιδράσει αποτελεσματικά στην περιοχή, υπό την κάλυψη της 33 ΜΚ και των βολών των μονάδων του Πυροβολικού, αναδιέτασσε τις μονάδες του στη γραμμή Αεροδρόμιο Λευκωσίας-Παλιομέτοχο-Κάτω Μονή-Λεύκα. Οι Τούρκοι κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τον Λιμνίτη στις 18:00, ώρα κατά την οποία άρχισε να ισχύει η νέα εκεχειρία. Παρά την εκεχειρία, δεν είχαν ακόμη έλθει σε επαφή με τμήματα της Εθνικής Φρουράς. Ξεκίνησαν διστακτικά να προωθούνται περαιτέρω. Την κατάσταση είχε αντιληφθεί το ΓΕΕΦ και έτσι διέταξε προώθηση φυλακίων για να περιορίσει την τουρκική επέκταση. 

Στον κεντρικό τομέα, σκληρές μάχες διεξήχθησαν στη δυτική Λευκωσία. Το 211 ΤΠ και το 336 ΤΕ, του οποίου οι άνδρες προέρχονταν κατά 90% από την περιοχή Αμμοχώστου, είχαν την ευθύνη της άμυνας από την οδό Λήδρας, στο κέντρο της Λευκωσίας, το προάστιο Άγιος Παύλος μέχρι το ανατολικό άκρο του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ. Επί τρεις μέρες, από τις 14 μέχρι τις 16 Αυγούστου, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρότατες επιθέσεις με ισχυρά μέσα, επιδιώκοντας ανεπιτυχώς την κατάληψη του Αγίου Δομετίου, του Αγίου Παύλου και της εντός των μεσαιωνικών τειχών παλαιάς πόλης της Λευκωσίας. Οι Τούρκοι δεν διέκοψαν τις επιχειρήσεις τους μετά τις 18:00 της 16ης Αυγούστου και εξακολουθούσαν να πιέζουν το 336 ΤΠ. Στη διατήρηση των θέσεων του Τάγματος συνέβαλε σημαντικά η 184 Πυροβολαρχία Πεδινού Πυροβολικού, η οποία εκτέλεσε βολές υποστήριξης στο μαχόμενο 336 ΤΠ κατά παράβαση της ετεροβαρούς συμφωνίας για εκεχειρία. Οι βολές, μαζί με τη σθεναρή αντίσταση των ανδρών του 336 συνέβαλαν ώστε να διατηρηθεί το προάστιο του Αγίου Παύλου ελεύθερο.

Λυσσαλέα και φονική ήταν η μάχη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Το στρατόπεδο υπερασπίστηκαν τρεις λόχοι με επικεφαλής τον υποδιοικητή της Δύναμης, Αντισυνταγματάρχη Παναγιώτη Σταυρουλόπουλο. Το στρατόπεδο προσεβλήθη από τις 14 Αυγούστου από την τουρκική αεροπορία και πυρά πυροβολικού. Η ΤΟΥΡΔΥΚ, ενισχυμένη με ένα τάγμα πεζικού και μία ίλη αρμάτων, εξαπέλυσε τρία κύματα επιθέσεων, τα οποία απέκρουσαν με ηρωισμό οι ΕΛΔΥΚάριοι. Την επόμενη μέρα, 15 Ιουλίου, ο Αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος ζήτησε ενισχύσεις προκειμένου να μπορέσει να διατηρήσει τις θέσεις του, οι οποίες όμως δεν του εστάλησαν. Στις 16 Αυγούστου το στρατόπεδο και πάλι σφυροκοπήθηκε από την τουρκική αεροπορία, με αποτέλεσμα να ισοπεδωθούν τα πάντα. Με την κάλυψη βολών πυροβολικού και όλμων, δύο σχηματισμοί 17 τουρκικών αρμάτων μαζί με τάγματα πεζικού προωθήθηκαν κατά του στρατοπέδου. Προ του κινδύνου της κυκλώσεως, ο υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ διέταξε στις 13.00 την εγκατάλειψή του. Τα τουρκικά άρματα εισήλθαν εντός του στρατοπέδου ενώ μαίνονταν μάχες εκ του συστάδην. Το τελευταίο αυτό στάδιο της μάχης οι ΕΛΔΥΚάριοι το διεξήγαγαν με αυταπάρνηση. Από βολή άρματος σκοτώθηκε ο Λοχαγός Σωτήριος Σταυριανάκος, επικεφαλής διμοιρίας Μηχανικού της ΕΛΔΥΚ. Ο φόρος αίματος της ΕΛΔΥΚ βαρύτατος. Μετά την κατάληψη του στρατοπέδου της, οι Τούρκοι, προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους, κινήθηκαν νοτιοτερα και ανέκοψαν τον δρόμο Λευκωσίας-Μόρφου. 

Οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής δεν σεβάστηκαν ούτε αυτή τη φορά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 18.00 της 16ης Αυγούστου. Οι δυνάμεις που είχαν καταλάβει στις 14 Αυγούστου το αεροδρόμιο της Τύμπου κινήθηκαν στις 16 Αυγούστου νότια, προς το Πυρόι, για να αποκόψουν τον δρόμο Λευκωσίας-Λάρνακας. Στο χωριό βρισκόταν μια διμοιρία της 31 ΜΚ μαζί με τεθωρακισμένα της 23 ΕΜΑ. Οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς συνεπλάκησαν με τις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις και κατάφεραν να τις καθηλώσουν. Καθοριστικές την πρώτη μέρα της μάχης, μέχρι την κήρυξη της εκεχειρίας, ήταν οι βολές ανάσχεσης που εκτελούσε η 189 ΜΠΠ. Η μάχη του Πυροΐου έληξε γύρω στις 18:15 της 17ης Αυγούστου κατόπιν διαταγής του ΓΕΕΦ για εγκατάλειψη του χωριού. Η συγκεκριμένη μάχη ήταν η τελευταία των μαχών του Ιουλίου-Αυγούστου. Με αυτήν οι Τούρκοι κατόρθωσαν να ελέγξουν την οδική αρτηρία Λευκωσίας – Λάρνακας και να συνενώσουν τον θύλακα της Λουρουτζίνας με τις υπόλοιπες κατεχόμενες περιοχές. 

Σε αναφορά που υπέβαλε το ΓΕΕΦ στον ΑΕΔ στις 20:15 της 17ης Αυγούστου, γινόταν η παραδοχή ότι η άμυνα στην περιοχή της Λάρνακας ήταν πολύ ασταθής και οι Τούρκοι μπορούσαν να καταλάβουν την πόλη αν το επιχειρούσαν. Ως η μοναδική διαθέσιμη δύναμη επιβράδυνσης του εχθρού ορίζονταν τα πυρά Πυροβολικού, τα οποία όμως το ΓΕΕΦ ήταν απρόθυμο να χρησιμοποιήσει, με τη λογική που επικρατούσε και μετά τις 22 Ιουλίου, δηλαδή για να μην τεθεί σε κίνδυνο η κατάπαυση του πυρός.

Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι στο παρόν άρθρο δόθηκαν ακροθιγώς οι κυριότερες παράμετροι των επιχειρήσεων ώστε να καταστούν σαφή τα τεκταινόμενα, οι κύριες αποστολές και η εξέλιξη της κατάστασης. Οι παράγοντες που έκριναν τη μάχη της Κύπρου στην πρώτη φάση του πολέμου ήταν τέσσερις. Κατ’ αρχάς η ατολμία και η αναποφασιστικότητα του ΑΕΔ και του ΓΕΕΦ να διατάξουν εφαρμογή του Σχεδίου Αμύνης Κύπρου από τις 19 Ιουλίου ώστε η τουρκική ενέργεια να έβρισκε την ΕΦ πλήρως ανεπτυγμένη και έτοιμη να αντιμετωπίσει την εχθρική επιβουλή. Αυτό μείωσε την επιχειρησιακή ικανότητα των μονάδων και έκαμψε το φρόνημα των ανδρών τους πριν καν εισέλθουν στις επιχειρήσεις. Δεύτερος παράγοντας ήταν η αποδιοργάνωση που είχε επέλθει στην Εθνική Φρουρά εξαιτίας του πραξικοπήματος, η απώλεια της ψυχικής ενότητας εντός του στρατεύματος και μεταξύ του λαού και η καταπόνηση των μονάδων που συμμετείχαν σε αυτό, οι πλείστες των οποίων είχαν να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στην άμυνα του νησιού. Τρίτος σημαντικός παράγοντας ήταν η απροθυμία της Αθήνας να αποστείλει τις προβλεπόμενες από το Σχέδιο Αμύνης ενισχύσεις προς την ΕΦ. Οι δυνάμεις αυτές θα μπορούσαν να καταστρέψουν (ή τουλάχιστον να αποδιοργανώσουν) την αποβατική ενέργεια εν τη γενέσει της και θα ενίσχυαν σημαντικά το ηθικό και τη δυναμική της ΕΦ. Επιπλέον θα εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια ενίσχυσης των τουρκικών τμημάτων στην Κύπρο και θα έδειχναν στην Τουρκία ότι εναντίον της μάχεται σύσσωμος ο Ελληνισμός. Τελευταίος παράγοντας ήταν η λανθασμένη εφαρμογή του ΣΑΚ “Αφροδίτη”. Το πρώτο κρίσιμο μερόνυχτο της εισβολής, ως κύρια ενέργεια ορίστηκε η εκπόρθηση του επαρκώς οχυρωμένου θύλακα Λευκωσίας και όχι η καταστροφή του τρωτού προγεφυρώματος. Στον δεύτερο γύρο η ΕΦ χωρίς βοήθεια από την Ελλάδα είχε ελάχιστες αμυντικές δυνατότητες. Το προγεφύρωμα είχε διευρυνθεί και εδραιωθεί και μέσω αυτού οι ισχυρές ενισχύσεις που έστειλε η Τουρκία μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης αποτέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα που, παρά την υπερπροσπάθεια και την αυτοθυσία των ανδρών της, καταβεβλημένης από τον Α’ γύρο του πολέμου Εθνικής Φρουράς έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Τούρκων. Απότοκο των πιο πάνω διεργασιών ήταν η επέκταση των κατεχόμενων εδαφών από το περίπου 10% στις 31 Ιουλίου στο περίπου 37% στις 16 Αυγούστου. 

Χαράλαμπος Αλεξάνδρου

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

  • Αδάμου Μάριος, Δεκαετία εν όπλοις 1964-1974, Η ιστορία των δυνάμεων καταδρομών στην Κύπρο (Σωτήρα: ΚΙΕΙΕ και Λέσχη Εφέδρων Καταδρομέων Σωτήρας, 2019).
  • Αλεξάνδρου Χαράλαμπος, 361 Τάγμα Πεζικού, Χρονικό Προάσπισης Προδομένης Πατρίδας, Β’ έκδοση (Λευκωσία: ΚΙΕΙΕ και Σύνδεσμος Επιζησάντων Στρατιωτών 361 ΤΠ, 2020).
  • Ανδρέου Άννα, Ραντεβού με τους στρατηγούς (Αθήνα: ΑΒ Πολίτικη, 2016).
  • Βλάσσης Σάββας, Η έκθεση του ΓΕΕΦ για το 1974 (Αθήνα: Δούρειος Ίππος, 2010).
  • Βουλή των Ελλήνων, Βουλή των Αντιπροσώπων, Φάκελος Κύπρου, τ. Α’-Η’ (Αθήνα-Λευκωσία: Βουλή των Ελλήνων και Βουλή των Αντιπροσώπων, 2011-2020)
  • Γεωργιάδης Σταύρος (επιμ.), Η Κύπρος δεν εάλω, Προδόθηκε και παραδόθηκε στους Τούρκους από Έλληνες, Απομνημονεύματα του Τούρκου στρατηγού Bedrettin Demirel (Θεσσαλονίκη: Κάδμος, χ. χ.).
  • Μπήτος Ιωάννης, Από την Πράσινη Γραμμή στους δύο Αττίλες, Β’ έκδοση (Αθήνα: Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, 1998).
  • Μπίκος Δημήτριος, Πώς χάσαμε το 38% της Κύπρου, Β’ έκδοση (Αθήνα: Πελασγός, 2009).
  • Μπιράντ Μεχμέτ Αλή, Απόφαση-Απόβαση (Αθήνα: Ιωάννης Φλώρος, 1984).
  • Μυρτιώτης Πάνος, 256 Τάγμα Πεζικού, Χρονικό (Κύπρος, χ.ε., 1999).
  • Παπαπολυβίου Πέτρος (επιμ.), 1960-2010, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τ. 2 (Λευκωσία: Ο Φιλελεύθερος, 2011)
  • Παπαπολυβίου Πέτρος (επιμ.), 1974, Μάρτυρες και Μαρτυρίες, τ. 1-2 (Λευκωσία: Ο Φιλελεύθερος, 2011).
  • Πέτρου Βασίλειος, Μαύρα Μπερέ, Μαύρος Ιούλης (Λευκωσία: χ. ε., 2014).
  • Σέργης Γεώργιος, Η Μάχη της Κύπρου, Ιούλιος-Αύγουστος 1974, Η ανατομία της τραγωδίας, Β’ έκδοση (Αθήνα: Αφοι Βλάσση, 1999).
  • Σταυρουλόπουλος Παναγιώτης, Το χρονικό της Μάχης της ΕΛΔΥΚ 14-16/8/1974 (Θεσσαλονίκη: Πελασγός, 2016).
  • Ταλιαδώρος Δημήτρης, 286 ΜΤΠ, Πολεμική Ημερολόγιο (Λευκωσία: Σύνδεσμος Πολεμιστών 286 ΜΤΠ-1974, 2010).
  • Χαραλαμπίδης Χαράλαμπος, Οι αετοί του Πενταδακτύλου, Μια καταγραφή των πραγματικών γεγονότων αναφορικά με τη δράση του ηρωικού 231 ΤΠ το 1974 (Λευκωσία: Σύνδεσμος Πολεμιστών 231 ΤΠ 1974, 2014).
  • Χρυσάνθου Χρύσανθος, Απεσοβήθη τελικώς ο κίνδυνος, Λευκωσία, 16 Αυγούστου, ώρα 18:00 (Λευκωσία: χ.ε., 2019).
  • Χρυσοστόμου Άγγελος, 181 ΜΠΠ 1974 (Λευκωσία: Υπουργείο Άμυνας-ΓΕΕΦ-ΔΙΕΦ, 2009).

1 comments

Σχολιάστε